ἀφυπνώνομαι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀφυπνώνομαι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀφυπνώνομαι Κύπρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ μεταγν. ἀφυπνῶ.

Σημασιολογία

'Αποκοιμοῦμαι: ᾎσμ. Πέτε πῶς ἀφυπνώθητε τ’ ἦρταν οἱ μαθηταί του τ' ἐκλέψαν τον τ’ ἐπῆραν τον μὲ τοὶς μαθήτριˬές του.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/