ἀνάμερος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνάμερος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀνάμερος ἐπίθ. Ἤπ. ἀνάμιρους Μακεδ.- Λεξ. Αἰν. Πρω. Δημητρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ οὐσ. μέρος.

Σημασιολογία

Ὁ μακράν πως τοῦ κέντρου εὑρισκόμενος, ὁ κατὰ μέρος κείμενος, ἀπόκεντρος ἔνθ’ ἀν. : ᾿Ανάμερος τόπος Ἤπ. Συνών. ἀπόμερος , παράμερος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/