ἀφύραχτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀφύραχτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀφύραχτος ἐπίθ. Κρήτ. (Σέλιν.) κ.ἀ. ἀσφύραχτος Νάξ. (᾽Απύρανθ.) ἀφύραστος Λεξ. Μπριγκ. ἀφύραγος Πελοπν. (Μάν.) κ.ἀ. - ΓΒλαχογιάνν. Λόγοι κι ἀντίλογ. 127 - Λεξ. Βλαστ. 484 Δημητρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *φυραχτὸς<φυραίνω.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ ὑφιστάμενος ἢ ὁ μὴ ὑποστὰς ἐλάττωσιν κατ᾿ ὄγκον ἢ βάρος ἢ πλῆθος ἔνθ᾽ ἀν.: ᾽Αφύραγο χρυσάφι ΓΒλαχογιάνν. ἔνθ’ ἀν. ᾿Αφύραγο ἄλεσμα - νερὸ Λεξ. Δημητρ. ᾽Αφύραγες πέτρες αὐτόθ. || Φρ. ᾿Αφύραχτα νά ’ναι! (εὐχὴ ἐπὶ παιδίων, ζῴων κττ.) Σέλιν. 2) Ὁ ἐστερημένος σκυβάλων Λεξ. Δημητρ.: Ἀφύραγα σιτάριˬα. 3) Ὁ μὴ στειρεύσας Νάξ. (᾿Απύρανθ.): Τὸ πηάδι εἶναι ἀσφύραχτο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA