ἀφύσευτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀφύσευτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀφύσευτος ἐπίθ. Θρᾴκ. αφύσιφτους Ἴμβρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στηρητ. ἀ - καὶ τοῦ ἐπιθ. *φυσευτὸς<*φυσεύω.
Σημασιολογία
1) Ὁ στερούμενος ἀνατροφῆς καὶ καλῶν τρόπων, κακοαναθρεμμένος ἔνθ ἀν.: Δὲ dὰ καθουγήδιψι τὰ πιδιˬὰ τ’ ἀπὸ μ’κρὰ κὶ βγῆκαν ἀφύσιφτα Ἴμβρ. Πβ. ἀφύσικος Α13. 2) Λίχνος, κοιλιόδουλος Ἴμβρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA