ἀναμεταξὺ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναμεταξὺ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀναμεταξὺ ἐπίρρ. κοιν. ἀναμεταξὺς Κέως Κρήτ. Νάξ.
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. ἐπίρρ. ἀναμεταξύ.
Σημασιολογία
1) Μεταξὺ (α) Τοπικῶς κοιν.: Βρέθηκε ἀναμεταξύ τους κἄπο͜ιος ξένος κοιν. Ἀναμεταξύ ᾿ς τσοὶ πύργοι Ἄνδρ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Κωνστ. Πορφ. Βασιλ τάξ 341,19 (ἔκδ. Βόννης) «εἰσφέρει. ἀναμεταξὺ αὐτῶν τὴν ὄρναν» καὶ ᾿Αρμενοπ Ἑξάβ. 830 «ἀναμεταξὺ δύο καὶ τριῶν μαρτύρων» (β) Χρονικῶς πολλαχ: Ἀναμεταξὺ Γενάρι καὶ Φλεβάρι. β) Μετὰ τῶν προσωπικῶν ἀντων. πρὸς ἀλλήλους, ἐν ἀλλήλοις κοιν. : Δὲ μιλε͜ιοῦνται- τρώγονται-φαγώνονται ἀναμεταξύ τους. ᾿Αναμεταξύ τους βγάζουν τὰ μάτια τους. Αὐτὰ δὲν γίνονται-δὲν ταιριˬάζουν ἀναμεταξύ μας. ‖ Φρ. Αὐτὸ ἀναμεταξύ μας ἢ αὐτὸ νὰ μείνῃ ἀναμεταξύ μας (δηλ. νὰ μείνῃ μυστικὸν ἀναμεταξύ μας καὶ νὰ μὴ κοινοποιηθῇ εἰς ἄλλους). 2) Οὐσ., τὸ μεσολαβοῦν χρονικὸν διάστημα κοιν.: ’Σ αὐτὸ τὸ ἀναμεταξὺ (κατὰ τὸν χρόνον τοῦτον). Πβ. ἀνάμεσα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA