ἀναμιγὴ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναμιγὴ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀναμιγή ἡ, Δ.Κρήτ. ἀνεμιγὴ Α.Κρήτ.
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. οὐσ ἀναμιγὴ ἐκ τοῦ ρ. ἀναμίγω. Διὰ τὸν ὅμοιον σχηματισμὸν πβ. ἀναλάμπω-ἀναλαμπή, καίω-κάηκα-καὴ κττ. ’Ιδ. ΓΧατζιδ. ἐν ’Επιστ. ᾿Επετ. Πανεπ 9 (1913) 19.
Σημασιολογία
Ἦχος ἐλαφρός, θόρυβος: Ἐπῆγα ᾿γὼ καὶ ’φρουκάστηκα, μὰ δὲν ἀκούεται ἀνεμιγή. ‖ Φρ. Ἀνεμιγὴ δὲν ἐπῆρα (δὲν ἐνόησα, δὲν ἔμαθα τίποτε). Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Μαχαιρ. 1,264 (ἔκδ. RDawkins) «ἐγροίκησεν ὁ ρῆγας τὴν ἀναμιγὴν καὶ ἐσηκώθην ἀπὸ τὸ κρεββάτιν καὶ λαλεῖ, ποῖγοι εἶναι τοῦτοι ὅπου ἦλθαν;»
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA