ἀναμιγίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναμιγίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀναμιγίζω Δ.Κρήτ. ἀνεμιγίζω Α.Κρήτ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀναμιγή. Ἡ λ. καὶ ἐν ’Ερωφίλ. πρᾶξ. Ε στ. 14 (ἔκδ. ΣΞανθουδ.) «ποιὸς κλαίει ἐδῶ, ποιὸς θρήνεται, ποιὸς εἶν᾿ ἁποὺ γεμίζει | τοῦτο τὸ σπίτι κλάηματα κι ὅλο τ᾽ ἀναμιγίζει».

Σημασιολογία

1) Προξενῶ ταραχὴν καὶ σύγχυσιν, ταράττω, ἐνοχλῶ: Ἦρθε gαὶ μᾶς ἀναμίγεσένε ἐκε͜ιὰ ποῦ κάναμε dὴ δουλε͜ιά μας. Συνών. ἀναστατώνω, συχύζω. 2) Δέρνω: Κάτσε ἥσυχος, σοῦ λέω, γιˬατὶ θὰ σ᾽ ἀναμιγίσω!

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/