ἀργύρι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀργύρι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀργύρι τό, Κρήτ. Πληθ. ἀργύριˬα Ἤπ. Θρᾴκ. (Μέτρ. Σηλυβρ.) ’Ιων. (Κάτω Παναγ.) Καππ. (Φάρασ.) Χίος κ.ἀ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἀργύριον.
Σημασιολογία
1) Ἄργυρος Κρήτ.: Ἐπῳδ. Κοdὸ καὶ δὲν εὑρέθηκε ἄνθρωπος βαφτισμένος, μυρωμένος, τσῆ Μεγάλης Πέφτης κοινωνισμένος νὰ πιˬάσῃ γὴ ἀπ᾽ ἀργύρι γὴ ἀπ᾽ ἀσήμι γὴ ἀπὸ σ᾿ταριοῦ κοdύλι νὰ γυτέψῃ τὸ μαῦρο βλοητὸ κτλ 2) Πληθ., τὰ τριάκοντα νομίσματα τὰ ὁποῖα ἔλαβεν ὁ Ἰούδας ὡς ἀμοιβὴν τῆς προδοσίας τοῦ ᾿Ιησοῦ Ἤπ. Ἰων. (Κάτω Παναγ.) κ.ἀ.: Χίλιˬες λίρες κέρδισα, στάχτη ἔγιναν σὰν νὰ ἦταν τὰ τριάκοντα ἀργύριˬα Ἤπ. || ᾎσμ. Χρήματα δίνομε πολλά, ὅσα ἐσὺ ἂν θέλῃς, ἀργύρια τριάκοντα, τὸν ᾽Ιησοῦν ἂν φέρῃς (ἐκ τοῦ μοιρολ. τῆς Παναγίας) Κάτω Παναγ. β) Χρήματα γενικῶς Θρᾴκ. (Μέτρ. Σηλυβρ.) Χίος κ.ἀ.: Τὸν ἔδωκαν πολλὰ ἀργύριˬα Χίος || ᾎσμ. Βαστοῦν ἀργύριˬα ᾽ς τοὶς ποδεˬές, μαλάματα ’ς τὰ χέρια Σηλυβρ. γ) ᾿Αργυρᾶ κοσμήματα ἰδίως τῆς ἐκκλησίας Καππ. (Φάρασ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA