ἀφύσικα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀφύσικα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀφύσικα ἐπίρρ. Λεξ. Δημητρ. ἀφύσ’κα Στερελλ. (Αἰτωλ. Λοκρ.) ἀφύ’κα Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀφύσικος.
Σημασιολογία
1) Κατὰ τρόπον ἀφύσικον Λεξ. Δημητρ. 2) ᾿Απρεπῶς Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.): Φέρθ’κι ἀφύ’κα Ἤπ. 3) Κατὰ τρόπον ἀηδῶς ὀχληρὸν Στερελλ. (Αἰτωλ.): Μὄρχιτι ἀφύσ’κα ἀπ’ τ’ βρόμα τ᾿ ἀπόπατ’. Πβ. ἀχαμνὰ 3. 4) Ὑπερβολικῶς Στερελλ. (Λοκρ.): Τοὺν ἔδ’ρι ἀφύσ'κα. 5) Βαρέως Ἤπ. Στερελλ. (Αἰτωλ.): Ἀφύσ’κα ἀρρώστησα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA