ἀνάμικρος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνάμικρος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀνάμικρος ἐπίθ. Πελοπν. (Βούρβουρ. Κυνουρ Λακων.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ἐπιθ. μικρός.
Σημασιολογία
Ὁ μικρός πως, ὁ μετρίου μεγέθους ἔνθ’ ἀν.: Ἀνάμικρα λιθάριˬα-ξύλα κττ. Βούρβουρ. ‖ ᾎσμ. ’Ξήντα καράβιˬα ἀρμένιζαν τὰ ᾽ξήντα ἀράδ’ ἀράδα κ’ ἕνα καράβ’ ἀνάμικρο, μικρότερ’ ἀπὸ τ’ ἄλλα, ᾿ξήντα κουπιˬὰ τὴ μιˬὰ μεριˬὰ κιˬ ἄλλα ’ξήντα τὴν ἄλλη Κυνουρ. Πβ. ἀνάκοντος
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA