γενιλίκι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γενιλίκι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γενιλίκι τό, ἀμάρτ. γεν-νιλίτσι Μεγίστ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ Τουρκ. yenilik=ἀνανέωσις.
Σημασιολογία
Ὁ νέος διορισμός, τὰ νέα ἀξιώματα, αἱ νέαι μισθώσεις: Παροιμ. Τὸμ Μάρτη δίουνται τὰ γεν-νιλίτσιˬα (καιρὸς παντὶ πράγματι).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA