γενὶ-ντουνιˬᾶς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γενὶ-ντουνιˬᾶς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γενὶ-ντουνιˬᾶς ὁ, Ἀττικ Ἰων. (Κρήν.) Κύπρ. Πελοπν. (Ναύπλ.)-Σ.Δάφνης, Ν.Ἑστ. 25 (1933 ), 739 Ἀ.Κουρτίδ. Εἰκόν. ζῴων, 244 γενὶ-dουνιˬᾶς Κρήτ. Σῦρ. γινὶ-dουνιˬᾶς Λέσβ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ Τουρκ. ἐπιθ. yeni=νέος καὶ τοῦ Τουρκ. οὐσ. dünya=κόσμος.

Σημασιολογία

1)Τὸ φυτὸν μεσπιλέα ἡ Ἰαπωνικὴ (eriobotrya Japonica), τῆς οἰκογ. τῶν ροδιδῶν (rosaceae), τῆς τάξ. τῶν ροδωδῶν (rosales) Κρήτ. 2) Τὸ φυτὸν μεσπιλέα ἡ Γερμανικὴ, ἡ κοινῶς λεγομένη μουσμουλιˬὰ (mespilus Germanica), τῆς οἰκογ. τῶν ροδιδῶν (rosaceae), τῆς τάξ. τῶν ροδωδῶν (rosales) Κύπρ. 3) Τὸ φυτὸν ἰβηρὶς ἡ ἀείζωος (iberis sempervirens), τῆς οἰκογ. τῶν σταυρανθῶν (cruciferae), τῆς τάξ. τῶν ροιαδωδῶν (rosasales) Ἰων. (Κρήν.) Λέσβ. Πελοπν. (Ναύπλ.) Σῦρ. Σ.Δάφνης, ἔνθ’ ἀν.: Τὰ φυτὰ τῆς ἐποχῆς δειλινά, γενὶ-ντουνιᾶδες, λιˬοστρόφιˬα, ἀρμαρόρριζες Ναύπλ. Κοίτα, εἶναι κἄτι γενὶ-ντουνιᾶδες ’ς τὸν κῆπο Σ.Δάφνης, ἔνθ’ ἀν. || ᾎσμ. Γέννημα τοῦ γενὶ-dουνιˬᾶ, κρίνε μου μυρωδᾶτε Κρήν. 4)Τὸ πτηνὸν κοκκοθραύστης ὁ κοινὸς ἢ γνήσιος (coccothraustes vulgaris)Ἀττικ.-Ἀ.Κουρτίδ., ἔνθ’ ἀν. Συνών. γυφτοπούλλι, σταυρομύτης.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/