ἀφυσικαίνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀφυσικαίνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀφυσικαίνω ἀμάρτ. ἀφυσ’καίνω Ἤπ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀφύσικος.

Σημασιολογία

Εἶμαι ἀφύσικος, ἄσχημος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/