γενίτης

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γενίτης

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γενίτης ἀμάρτ. γενίτ’ς Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γένος καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ίτης.

Σημασιολογία

Ὁ συγγενής. Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπών. Μύκ., ἐξ ἐγγράφου τοῦ 1778 Βλ. Γ.Πετρόπ., Νοταρ. Πράξ., 1707, 9.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/