ἀφυσικιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀφυσικιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀφυσικιˬὰ ἡ, Λεξ. Δημητρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀφύσικος.
Σημασιολογία
1) Δυσμορφία. β) Μετων. ἄνθρωπος δύσμορφος: Τί ἀφυσικιˬὰ εἶν’ αὐτός! Συνών. ἀφυσικίλα 2. 2) Κατὰ πληθ. α) Λόγοι αἰσχροί: Δὲν τὸν κάνω παρέα, γιˬατὶ λέει ἀφυσικιˬές. Συνών. ἀφυσικόλογο. β) Αἰσχραὶ παρὰ φύσιν πράξεις: Τὸν πιˬάσανε ποῦ ἔκανε ἀφυσικιˬές. γ) Τὰ αἰδοῖα. Συνών. ἀφύσικα (ἰδ. ἀφύσικος Β3).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA