βουρβουλάκιˬασμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βουρβουλάκιˬασμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βουρβουλάκιˬασμα τό, Κορ. Ἀνέκδ. Λεξιλ. 16.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. βουρβουλακιˬάζω.

Σημασιολογία

Βορβορυγμός. Συνών. γουργούρισμα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/