ἀναμνε͜ιέμαι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναμνε͜ιέμαι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀναμνε͜ιέμαι Θρᾴκ. ἀναμνε͜ιέμι Θρᾴκ. (Αἶν.)

Ετυμολογία

Ἐξ ἀμαρτ. παλαιοῦ ἀναμνῶνμαι.

Σημασιολογία

1) Ἀναπολῶ, ἀναφέρω τι παλαιὸν Θρᾴκ. Πβ. ἀναγορεύω 1 β, ἀναθιβάλλω Β2, ἀνιστορῶ, θυμᾶμαι. 2) Παθ. τυγχάνω μνείας, ἀναφέρομαι, μνημονεύομαι Θρᾴκ. (Αἶν.): Ἤτανι μιˬὰ φουρὰ ἕνας βασιλὲς πουλὺ καλὸς κι᾽ πλούσιους κὶ.... ἤθιλι νὰ κά’ ἕνα μιγάλου κὶ ξακουστὸ πρᾶμα γιˬὰ μὰ ἀναμνε͜ιέτι τ’ὄνουμα σὰ πιθά’.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/