ἀφυσικίλα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀφυσικίλα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀφυσικίλα ἡ, Πελοπν. (Βούρβουρ.) ἀφυσ’κίλα Πελοπν. (᾽Ανδροῦσ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀφύσικος καὶ τῆς καταλ. -ίλα.
Σημασιολογία
1) Ἄτοπος, ἀπρεπὴς ἐμφάνισις Πελοπν. (Βούρβουρ.) 2) 'Αφυσικιˬὰ 1β, ὃ ἰδ., Πελοπν. (᾽Ανδροῦσ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA