γενίτσαρος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γενίτσαρος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γενίτσαρος ὁ, κοιν. γενίταρος Πόντ. (Ἀμισ. Ἴμερ. Ἰνέπ. Κερασ. Κοτύωρ. Κρώμν. Οἰν. Τραπ. Χαλδ.) γεν-νίτσαρος Μεγίστ. γινίτσαρους κοιν. βορ. ἰδιωμ. γιˬανίτσαρος Θάσ. Κρήτ. Κύπρ. Πελοπν. (Βούρβουρ.) Προπ. (Μαρμαρ.) Σκῦρ. Χίος-Γ. Ψυχάρ., Ταξίδι3, 115-Λεξ. Μπριγκ. Βλαστ. 512. Πρω. γιˬαν-νίτσαρος Ρόδ. Τῆλ. γιˬανίτσαρους Μακεδ. (Καταφύγ.) γιˬανίτσαρης Κεφαλλ. Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ.) Πελοπν. (Κυνουρ.) Σκῦρ. γεγίτζαρος Καππ. (Σινασσ.) γεγίτζερης Καππ. (Σινασσ.) ντζανίτσαρης Λεξ. Μπριγκ. γενίτσαρε Τσακων. (Χαβουτσ.) ’ενίτσαρος Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ’ενιτσαρῆς Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ Τουρκ. yeniҫeri=νεοσύλλεκτος στρατιώτης. Ὁ τύπ. γιˬανίτσαρος καὶ ἐξ ἐπιστολῆς τοῦ 1713, ἰδ. É. Legrand, Biblioth. gr vulg. 4, 89 «τῶν πεζῶν στρατιωτῶν, οὓς γιˬανιτσάρους καλοῦσι». Αὐτόθ. 4, 149 καὶ ὁ τύπ. γενίτσαρης, «νὰ στείλῃ γενίτσαρην ἔξω».
Σημασιολογία
1) Ὁ νεοσύλλεκτος, κυρίως ἄγριος, Τοῦρκος στρατιώτης τοῦ πεζικοῦ, ὁ ἀνῆκων εἰς στρατιωτικὸν σῶμα ἀποτελούμενον ἐκ χριστιανῶν ἐξισλαμισθέντων διὰ τῆς βίας εἰς μικρὰν ἡλικίαν κοιν. καὶ Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Κρώμν. Οἰν. Τραπ. Χαλδ.) Τσακων. (Χαβουτσ.): Ἦρθε g’ ἐχύθηκε μέσα σὰ ’ενίτσαρος Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Ἡ βασιλοπούλα ἔρριξε τὰ κλειδιˬὰ ’ς τὸ γιˬανίτσαρο κ’ ἔμπηκε ’ς τὸ κάστρο. Πελοπν. (Βούρβουρ.) Ἦταν ἄγριος σὰ γιˬανίτσαρος καὶ μαῦρος σὰ δαυλὶ Χ.Χρηστοβασ., Διαγων., 19. || Φρ. Ὄξου μὶ δέρ’ οὑ θάνατους κὶ μέσα οἱ γιˬανιτσάρ’ (ἐπὶ τοῦ εὑρισκομένου εἰς δυσχερῆ θέσιν) Μακεδ. (Καταφύγ.) Τὸν ποντ’κὸ γιˬανίτσαρο τὸν κάνουνε (ἐπὶ τῶν μεγαλοποιούντων τὰ μικρὰ καὶ ἄσημα) Θρᾴκ. (Σηλυβρ.) Τὸν ποντικὸ σοῦ τὸν κάνει γιανίτσαρο (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Γ. Ψυχάρ., ἔνθ’ ἀν.-Λεξ. Βλαστ., ἔνθ. ἀν. || Αἴνιγμ. Χίλιοι μύριˬοι γιˬανιτσάροι ’ς ἕνα πάπλωμα κοιμοῦνται (τὸ ρόδι) Πελοπν. (Βούρβουρ.) || ᾌσμ. Τούρκους σκοτώσασι πολλοὺς καὶ πιˬάνουσι καὶ σκλάβους καὶ τέσσερ’ ἀγαδόπουλα ἀπὸ τσὶ γενιτσάρους Κρήτ. Ἀποὺ τὰ τριˬάκουρφα βουνὰ κουράσιˬου κατιβαίνει γινίτσαρους τὸ κυνηγάει μὶ τοὺ σπαθὶ ’ς τοὺ χέρι Μακεδ. (Χαλκιδ.) Ὅντα ἤμουν παλληκάριν δωδεκάχρονον, γενίταρος ἐξῆβα ’ς τὴν Ἀνατολὴν νὰ μάθω τὸ τοξάριν καὶ τὸν πόλεμον Κερασ. Τραπ. 2) Ὁ ἀτίθασος, ὁ ζωηρός, ὁ σκληρὸς Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Εἶναι ’ενίτσαρος, ἡσυχία δὲν ἔχει. Δὲν ἀφίνουνε τοῦτοι οἱ ’ενιτσάροι τίοτα νά ’βρῃ κἀνεὶς νὰ τρατάρῃ. 3) Ὁ μετημφιεσμένος ὡς γενίτσαρος κατὰ τὴν ἑορτὴν τὴς Συνάξεως τοῦ Προδρόμου καὶ Βαπτιστοῦ Ἰωάννου τῇ ἑβδόμῃ Ἰανουαρίου Θρᾴκ. (Φιλιππούπ.) β) Ὁ μετημφιεσμένος ὡς γενίτσαρος κατὰ τὰς Ἀπόκρεως Κεφαλλ. Σκῦρ.: Ἐdύθηκε γιˬανίτσαρης Κεφαλλ. Ἀπόψε θὰ χορέψουν οἱ γιˬανίτσαροι μὲ τσὶ dάμες τους αὐτόθ. 4) Τὸ πτηνὸν σχοινίκλος ἢ σχοινίλος ὁ λοφοφόρος (emberiza schoeniclus), τῆς οἰκογ. τῶν χαραδριιδῶν (charadriidae), τῆς τάξ. τῶν καλοβατικῶν ἢ καλοβαμόνων Κύπρ. 5) Ἄγριον μὴ ἐδώδιμον χόρτον Κέρκ. Ἡ λ. καὶ ὡς τόπων. ὑπὸ τοὺς τύπ. Γενίτσαρη τοῦ, Κρήτ. Γιανιτσάρη τοῦ, Πελοπν. (Παλούμπ.) Γιˬανίτσαρ’ς ὁ, Ἤπ. (᾿Ιωάνν.) Για’τσάρ’ τοῦ, Στερελλ. (Ἀράχ.) Γιˬανίτσαρου τὰ Κοτρώνιˬα τοῦ, Πελοπν. (Κόκκιν.) Γιˬανίτσαρ’ τὸ Π’γάδ’ Μακεδ. (Κοζ.) Γενίτσαρι τό, Ἤπ. (Ἄρτ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA