ἀργυροδρέπανο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀργυροδρέπανο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀργυροδρέπανο τό, ἀμάρτ. ἀργυροδράπανο Κάρπ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀργυρὸς καὶ τοῦ οὐσ. δρεπάνι.
Σημασιολογία
Ἀργυροῦν δρέπανον: ᾎσμ. Δύνεται καὶ την θάλασ-σαν σιτάριν νὰ τὴν σπείρῃ χρουσόφυλ-λο, χρουσόρριζο καὶ χρουσοκαλαμᾶτο καὶ μὲ τ᾿ ἀργυροδράπανα νὰ μπῇ νὰ τὸ θερίσῃ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA