ἀναμονὴ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναμονὴ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀναμονὴ ἡ, Καρπ Πόντ (Χαλδ) Χίος κ.ἀ. ἀνεμονὴ ᾿Αθῆν. (παλαιότ.) Αἴγιν. Θήρ. Πελοπν (Λακων. Μάν.) -Λεξ. Μπριγκ.
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. οὐσ ἀναμονή.
Σημασιολογία
1) Τὸ νὰ περιμένῃ τις, προσδοκία Κάρπ. Πόντ. (Χαλδ.) -Λεξ. Μπριγκ : Μὲ τὴν ἀναμονἡν δεβάζομ’ τὰ ἡμέρας (δεβάζομ' ἀντὶ δεβάζομε₌περνοῦμε) Χαλδ. ‖ ᾎσμ. Ἁπού ’χει κόρες ὄμορφες, | ὅλο ψιλομελάχρινες, ἀποὺ δανείζου τὸ φιλεῖ | καὶ δίνου του παρὰ τιμὴ καὶ κάμνον το κιˬ ἀναμονή (περιμένουν τὴν πληρωμὴν του) Κάρπ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Λύβιστρ. καὶ Ροδάμν. στ. 825 (ἔκδ. Δμαυροφρ σ. 355) «ἀναμονὴ καλὸν ἔνι, πληρώνει ἀκέραιον πρᾶγμα». 2) Ὑπομονὴ, ἐγκαρτέρησις Κάρπ. Χίος κ.ὰ.: ᾿Αναμονὴ νὰ ἔχῃς Χίος. 3) Ἡσυχία, ἄνεσις ᾿Αθῆν. Αἴγιν. Θήρ. Πελοπν. (Λακων. Μάν.): Μὲ τὴν ἀνεμονἠ σου κάμε τὴ γραφὴ-φάε κττ. Θήρ. ‖ Γνωμ. Ἀβράκωτος κιˬ ἄν βρακωθῆ, ἀνεμονὴ δὲν ἔχει Μάν. ‖ ᾊσμ. Νὰ καἰεσαι νὰ καίεσαι κιˬ ἀνεμονή μὴν ἔχῃς, πάντα νὰ φεύγῃ ἡ χαρὰ και᾽ θλίψι νὰ σοῦ τρέχῃ ’Αθῆν. Τόσα χρόνιˬα νὰ τσείτεται τὸ μαῦρο σου κορμάτσι, νὰ τσείτεται νὰ τσείτεται τσιˬ ἀνεμονή μὴν ἔχῃ, μόν’ νὰ τοῦ φεύγῃ τὸ καλὸ τσ᾽ ἡ λύπη νὰ τοῦ τρέχῃ Αἴγιν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA