γενναῖος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γενναῖος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γενναῖος ἐπίθ. λόγ. κοιν. Πληθ. γενναῖγοι Μακρυγ., Ἀπομν. 2, 8.

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. γενναῖος.

Σημασιολογία

1)Ὁ ἀνδρεῖος, ὁ θαρραλέος κοιν.: Εἶναι γενναῖος ἄντρας-στρατιώτης-ἀξιωματικός. Εἶναι γενναία καρδιˬά. Εἶναι γενναῖο παιδί. Ἔδειξε γενναία στάση κοιν. Ἤται γενναῖοι οἱ παπποῦδις μας Εὔβ. (Ἁγία Ἄνν.). Οἱ γενναῖγοι καὶ ἀγαθοὶ ἀξιωματικοὶ Μακρυγ., ἔνθ’ ἀν. || Ποίημ. Ἀνατράφηκε ὁ γενναῖος | ’ς τῶν ἀρμάτων τὴν κλαγγὴ τοῦτον ἔμπνευσε ὄντας νέος | μιˬὰ θεὰ μελωδικὴ Δ.Σολωμ., 44. Συνών. ἀντρεῖος 1, παλληκάρι. 2) Πλουσιοπάροχος, δαψιλὴς λόγ. κοιν.: Γενναῖος μισθός. Γενναία ἀμοιβή. 3) Ὑπέρμετρος, ἄφθονος κοιν.: Ἔκαμαν γενναῖο γλέντι. Ἔφαγε ξύλο γενναῖο κοιν. Ἔχει κρύο γενναῖο Εὔβ. (Αὐλωνάρ.) Ἤρριξε μιˬὰ γενναία βροχὴ Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Ἡ λ. καὶ ὡς ὄν. Πελοπν. (Παιδεμ.) Στερελλ. (Ἀστακ.) καὶ ὡς παρων. Εὔβ. (Στεν.) Πελοπν. (Κόκκιν.) καὶ ὑπὸ τὸν τύπ. Γενναῖγος Πελοπν. (Παιδεμ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/