ἀναμουντζωμάρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναμουντζωμάρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀναμουντζωμάρα ἡ, ἀμάρτ. ἀναμουτζωμάρα Πελοπν.(Οἰν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ οὐσ. μουντζωμάρα.
Σημασιολογία
Ἡ οὐχὶ κατ’ εὐχὴν πρόοδος ὑποθέσεώς τινος, ἀτυχία: Καρφώνω την ἀναποδιˬὰ καὶ τὴν ἀναμουτζωμάρα (ἐπῳδ. τῶν κυνηγῶν, καθ᾿ ἣν καρφώνουν ξύλον εἰς τὸ ἔδαφος διὰ νὰ ἐπιτύχουν εἰς τὸ κυνήγιον. Περὶ τῆς προλήψεως ἰδ. ΦΚουκουλ. ἐν Λαογρ 8 <1925> 318). Συνών. ἀβολεˬὰ 1, ἀβολεσιˬὰ, ἀναποδιˬὰ
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA