γέννημα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γέννημα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γέννημα τό, κοιν. καὶ Καππ. (Ἀνακ. Ἀραβάν. Γούρτον. Σινασσ.) γέννημαν Λυκ. (Λιβύσσ.) Πόντ. (Οἰν. Σάντ. Χαλδ.) γέν-νημαν Κύπρ. Μεγίστ. γέημα Καππ. (Οὐλαγ. Σίλ.) Πελοπν. (Καρδαμ. Λεῦκτρ. Ξεχώρ. Πραστ. Σαηδόν.) γέν-νημα Ἀπουλ. (Καλημ.) Καλαβρ. (Μπόβ.) Κάλυμν. Κῶς Ρόδ. Σύμ. γέ’μα σύνηθ. βορ. ἰδιωμ. καὶ Καππ. (Μιστ. Σίλατ.) γέννεμα Θήρ. Καππ. (Φάρασ.) γέννεμαν Πόντ. (Κερασ. Νικόπ. Σταυρ. Τραπ. Χαλδ.) γέλ’μα Καππ. (Μισθ. Φλογ.) γέρ’μα Καππ. (Ἀξ.) ’έννημα Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Προπ. (Καλόλιμν.)
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. οὐσ. γέννημα παρ’ ὃ καὶ Ἑλληνιστ. γένημα. Ὁ τύπ γέλ’μα καὶ γέρ’μα δι’ ἀνομοιωτικὴν τροπὴν τοῦ ν εἰς λ, καὶ τοῦ λ εἰς ρ ἀντιστοίχως.
Σημασιολογία
1)Ἡ γέννησις, ὁ τοκετὸς Ἀπουλ. (Καλημ.) Εὔβ. (Στρόπον.) Ἰων. (Φώκ.) Καλαβρ. (Μπόβ.) Καππ. (Σίλ. Φάρασ.) Κύπρ. Πελοπν. (Μανιάκ.) Πόντ. (Σταυρ. Τραπ.) Σέριφ. Στερελλ.-Χ.Παλαίσ., Συλλ. ποιημ., 163: Τοὺ γέημά μου ἤται πουλὺ ζόρι (ὁ τοκετός μου ἦτο πολὺ δύσκολος) Σίλ. Νὰ πιˬάσ’ι τὰ γίδιˬα τοὺ γέ’μα (νὰ ἀρχίσῃ ὁ τοκετὸς τῶν γιδιῶν, νὰ ἀρχίσουν νὰ γεννοῦν) Στρόπον. Τὸ ἐρχόμενο τὰ φηλυκὰ κάνουνε δεύτερογ γέννημα. Σέριφ. Γιˬὰ τὸ καλὸ γέννημα τὸ ἄχνισμα μὲ τὶς κρεμμυδόφλουδες εἶναι καλὸ Μανιάκ. Κουτσιλοῦ εἶναι ἡ ὄρνιθα ποὺ δὲν πιˬάνει ὁ κόλος της ἀπὲ τὸ πολὺ γέννημα Ἰων. (Φώκ.) Διπλὸ γέννημα Μπόβ. || Φρ. Τ’ ἡλί’ τὸ γέννεμαν (ἡ ἀνατολὴ τοῦ ἡλίου) Σταυρ. Τοῦ φεγγαρκοῦ τὸ γέν-νημαν (ἡ νέα σελήνη) Κύπρ. Συνών. φρ. ἡ γέννα τοῦ φεγγαριˬοῦ. ‖ Ποίημ. Σάβ-βατον βράδυν βγαίν-νουσιν ὡς γέν-νημαν ἡλίου, Κυριακὴν ἐμβήκασιν ’ς τὰ σπίτιˬα τοῦ πλουσίου Χ. Παλαίσ., ἔνθ’ ἀν. Συνών. γέννα 1. 2)Τὸ γεννώμενον τέκνον κοιν. καὶ Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Τραπ. Χαλδ.): Γέννημα ἄμορφο (παιδίον ἐλαττωματικόν, ἀτροφικὸν) Πελοπν. (Σουδεν.) Ντὸ γέννεμαν εἶσαι σύ! Χαλδ. ‖ Φρ. Εἶναι γέννημα καὶ θρέμμα (τοῦ δεῖνα μέρους· ἐγεννήθη καὶ ἀνετράφη εἰς τὸ δεῖνα μέρος). Γέννημ’ ἀνάθρεμμα κοιν. Εἶναι ’έννημα καὶ ἀνάθρεμμα Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Γέννεμαν καὶ θρέμμαν Ἀμισ. Πβ. Δούκ., Ἱστορ. 175, 4 «ἦν γὰρ Σμυρναῖος γέννημα καὶ θρέμμα». Διˬαόλ’ γέ’μα (ἐπὶ παιδίου ζωηροῦ καὶ ἀτάκτου) Εὔβ. (Ἁγία Ἄνν.). Τ’ κιˬαρατᾶ γέ’μα (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Στερελλ. (Ἀχυρ.) Κακὸν γέννεμαν (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Κερασ. Τραπεζ. Χαλδ. Πβ. Θεοκρ. Εἰδύλλ. 23, 19 «ἄγριε παῖ καὶ στυγνέ, κακᾶς ἀνάθρεμμα λεαίνας» καὶ Κ.Δ (Ματθ. 37) «γεννήματα ἐχιδνῶν». Συνών. φρ.: διˬαβόλου ἀνάθρεμμα-γέννα, διˬαβόλου γιˬός. Χριστοῦ γεννήματα, διˬαόλου σπαρσίματα (παιδία γεννηθέντα κατὰ τὴν ἡμέραν τῶν Χριστουγέννων εἶναι, κατὰ λαϊκὴν παράδοσιν, διεστραμμένον χαρακτῆρος) Κρήτ. Σκύλλ’-γαϊδάρ’ γέννεμαν (ὕβρις) Κερασ. Τραπ. Χαλδ. Κακῆς ὥρας γέν-νημα (ἀρὰ) Σύμ. Νὰ φάῃς τὰ γεν-νήματα σου (ἀρά· εἴθε νὰ ἀποθάνουν τὰ τέκνα σου) Μεγίστ. Χαρὰ ’ς τὰ γεννήματα! (ἐπὶ καλῶν ἢ κακῶν τέκνων) αὐτόθ. ‖ ᾌσμ. Πο͜ιᾶς μάν-νας γέν-νημα εἶσαι, τούνους τσουροῦ κλωνάρι τσαὶ πο͜ιὸς τατ-τᾶς σ’ ἐδάφτισεν τσ’ ἔδωτσέσ-σε τὴ χάρη. Μεγίστ. Ξύπνα τοῦ ἔρωdα παιδί, τοῦ Χάρου ἀποκλάδι καὶ τσῆ νεράϊδας γέννημα ποὺ μ’ ἔβαλες ’ς τὸν ᾍδη Κρήτ. Τῆς Καισαρείας γέννεμα, βλαστὸς Καππαδοκίας, ὁ ποιητὴς καὶ ὑμνητὴς τῆς θείας λειτουργίας Θήρ.-Ποίημ. Καλῶς τους, καλῶς ἤρτετε, ψυή, καρκιˬὰ δική μας, τῆς μάννας τῆς ἀξέχαστης ταὶ γέν-νημαν ταὶ θρέμ-μαν (τῆς μάν-νας=τῆς πατρίδος) Δ.Λιπερτ., Τζιυπ. τραούδ. 2, 21. Συνών. γέννα 5, γεννημασία. β)Τὸ νεογέννητον ζῷον Πόντ. (Ἀμισ.) Σάμ.: Τῆ κύλλ’ καὶ τῆ τσούνας τὸ γέννεμαν (τσούνας=σκύλλας) Ἀμισ. Τοὺ γέ’μα τσῆ φουράδας Σάμ. Συνών. γέννα 5β. γ)Τὸ δημιούργημα Δ.Σολωμ., Ἔργα 74: Ποίημ. Νά, ἀνθοστόλιστο τραπέζι, | δὲν εἶν’ γέννημα Τουρκῶν, ὁποῦ τρώοντας περιπαίζει | τὴν ἀντρεία τῶν Ψαριανῶν. 3)Ὁ σῖτος Εὔβ. (Ὄρ. Στρόπον.) Ἤπ. (Ζαγόρ. Κωστάν. Πάργ. Χιμάρ.) Καππ. (Ἀνακ. Ἀξ. Ἀραβάν. Γούρτον. Μισθ. Οὐλαγ. Σίλ. Σίλατ. Φάρασ. Φλογ.) Θρᾴκ. (Καβακλ. Τσανδ.) Κύπρ. Λευκ. Μακεδ. (Βελβενδ. Βλάστ. Καστορ. Χαλκιδ.) Νάξ. (Ἀπύρανθ. Φιλότ.) Πελοπν. (Ἀνδροῦσ. Ἀρκαδ. Ἀχαΐα Βαλτεσιν. Βερεστ. Βραχν. Δίβρ. Ἦλ. Κάμπος Λακων. Καρδαμ. Κλειτορ. Κόκκιν. Κοπανάκ. Κορινθ. Κορών. Λεῦκτρ. Νεάπ. Ξεχώρ. Ξηροκ. Παιδεμ. Οἴτυλ. Περιθώρ. Πιάν. Πλάτσ. Πραστ. Σαηδόν. Σουδεν.) Στερελλ. (Γαλαξ. Παλαιοχ. Σπάρτ. Φθιῶτ.) Τσακων. (Χαβουτσ.)-Ἀ.Βαλαωρ., Ἔργα 3, 360 Ἰ.Βενιζέλ., Παροιμ.2, 194, 238.: Πᾶμε νὰ πάρωμε τὸ γέννημα ’πὸ τ’ ἁλώνι Ὄρ. Ἔκαμ’ ἐφέτου πουλὺ γέ’μα οὑ Γιά’ς ἀπ’ τὰ χουράφιˬα Λευκ. Π ᾿λάει τ’ς ἐλιˬὲς ἴσιˬα κ’ ἴσιˬα μὲ τὸ γέ’μα Παλαιοχ. Πῶς εἶναι τὰ γεννήματα φέτι; Χιμάρ. Τοῦ γεννημάτ’ μύλος (ὁ μύλος διὰ τὴν ἄλεσιν τοῦ σίτου) Ἀραβάν. Δίνικαν τὸ γέλ’μα (ἔδιδον σιτάρι) Φλογ. Τοῦτου τ’ ψωμὶ εἶι γέημα (αὐτὸ τὸ ψωμὶ εἶναι ἀπὸ σιτάρι) Σίλ. Οὕλα γέλ’μα dῶκιν τα, dῶκιν τα dοὺ κουκκού’ι (ὅλα τὰ σιτάρια τὰ κτύπησε τὸ χαλάζι) Μισθ. Ἐτὰ τὸ γέννημα ἔχ’ πολλὴ ἀμμουρία (ἐτὰ= τοῦτο, ἀμμουρία=ἄμμος) Ἀραβάν. Τ’ ἀμπάρ’ τό ’χουμι γιˬὰ τοῦ γέ’μα Καστορ. Πόσου γέ’μα ἔκαις φέτους; Ζαγόρ. Σὶ κάθι ’λὸ γέ’μα παίρνουν ’ς τοὺ μύλου ἕνα ξάι Φθιῶτ. Σώθ’κι τοὺ γέ’μα κὶ τί θὰ φᾶμι; Παλαιοχ. Πᾶρε ἀκόμα δυˬὸ βόρτες, γιˬατ’ ἀκόμα εἶναι ἁουώνευτο τὸ ’έννημα (ἁουώνευτο=μὴ ἁλωνισθὲν) Φιλότ. Νὰ βάλωμε τὸ γέημα ’ς τὰ σατσία Καρδαμ. Ψωμώσανε κιˬόλας τὰ γεννήματα Κορών. Εἴχανε φέτος δυστυχιˬὰ τὰ γεννήματα Κορινθ. Νὰ χρίσουμε τ’ ἁλῶνι, νὰ ρίξουμε μέσα τὸ γέννημα Βερεστ. Καλάμωσε τὸ γέννημα Λεῦκτρ. Ἔχει ξεκινήσει ἀργὰ τὸ γέννημα (ἐφύτρωσε βραδέως τὸ σιτάρι) Πάργ. Χερομυλίζω τὸ γέννημα (ἀλέθω τὸ σιτάρι εἰς τὸν χειρόμυλον) Κάμπος Λακων. Τό ’βγαλε τραχανᾶ τὸ γέννημα ὁ μύλος (ὁ μύλος ἔκοψε τὸ σιτάρι εἰς χονδρὰ τεμάχια) αὐτόθ. Ἤπιˬασέ με ἡ ξύση dοῦ ’εννημάτου κ’ ἐχάθηκα Ἀπύρανθ. Μοῦ κατ’ρᾶι τοὺ χουράφ’ τὰ πράτα κ’ ἰκε͜ιὸ βγά’ καλὸ γέ’μα Σπάρτ. Πιλαλούσανε ’ς τὴ gατηφόρα γιˬὰ νὰ φτάσουνε γήγορα τσαὶ νὰ θερίσουνε τὸ γέημα Ξεχώρ. Εἶναι ἕνα γέημα dουβάρι (ὁ σῖτος εἶναι χονδρός, εὔρωστος) Σαηδόν. Ἀνακατερὸ ’έννημα (σῖτος ἀνάμεικτος μετὰ κριθῆς) Ἀπύρανθ. ‖ Φρ. Γε͜ιά καὶ γέννημα κιˬ ἀπὸ καιροῦ καζάντι (καζάντι=κέρδος· χαιρετισμὸς πρὸς ἁλωνίζοντας) Περιθώρ. ‖ Παροιμ. Τῆς ἀδικιˬᾶς τὸ γέννημα σὲ ποντισμένο μύλο (τὸ ἄδικον οὐκ εὐλογεῖται) Κοπανάκ. Παιδεμ. Ἂν γέννημα σοῦ τάξανε, πᾶρ’ τὸ σακκὶ καὶ τραύα (ἐπὶ ἐκμεταλλεύσεως παρουσιαζομένης εὐκαιρίας) Κωστάν. Ὅλη μέρα ’ς τὸ χωράφι, Κυριˬακὴ γιˬὰ γέννημα (ἐπὶ δυστυχοῦς ὅστις εἶναι ὑποχρεωμένος νὰ ἐργάζεται συνεχῶς χωρὶς ἀνάπαυσιν διὰ νὰ κερδίσῃ τὰ πρὸς τὸ ζῆν) Ι.Βενιζέλ., ἔνθ’ ἀν. || ᾎσμ. Γιˬόμουν’ τ’ ἁλώνιˬα γιˬόμουνε γέννημα καὶ λυγάριˬα γιˬόμουν’ καὶ τὰ ’κροδώματα κοραὲς κοχλισμένα (εἶναι γεμᾶτα τὰ ἁλώνια ἀπὸ σιτάρια καὶ λυγάρια, γεμᾶτα καὶ τὰ ἀκροδώματα ἀπὸ κοράσια στολισμένα, ἤτοι ἔχοντα βαμμένα διὰ μελαίνης βαφῆς τὰς ὀφρῦς καὶ τὰς βλεφαρίδας) Ἀνακ.-Ποίημ. Καὶ τὰ δυὸ κουλούφιˬα ἀτάραγα | μὲ γέννημα, ποὺ οἱ φίλοι μαζὶ μὲ δυˬὸ καματερὰ | ’ς τὸ ζευγολάτη ἐστεῖλαν Ἀ.Βαλαωρ., ἔνθ’ ἀν. 4)Ἡ κριθὴ Θάσ. (Θεολόγ.) Ἰθάκ. Ἴος Κεφαλλ. Κίμωλ. Κορσ. Κύθν. Κύπρ. Νάξ. (Ἀπύρανθ. Φιλότ.) ᾿Οθων. Πελοπν. (Βερεστ. Γέρμ. Κίτ. Κάμπος Λακων. Κορινθ. Κορών. Λάγ. Λεῦκτρ. Οἰν. Οἴτυλ.) Σίκιν. Σίφν. Στερελλ. (Γαλαξ.) Σύμ. Σῦρ. Φολέγ.-Λεξ. Πρω. Δημητρ.: Θ’ ἀνακατέψου γέννημα καὶ στάρι νὰ πάου ’ς τὸ μύλο. Κίτ. Ἀλλάζουσι τὸ γέννημα μὲ τὸ στάρι δύο κ’ ἕνα (ἀνταλλάσσουν δύο μερίδια κριθῆς δι’ ἓν σίτου) αὐτόθ. Ἔχω δέκα γομάριˬα γεννήματα (γομάριˬα= σάκκους) Ἴος. Τὸ χωράφι ἔχει καλὸ γέννημα Κορινθ. Περισέρνω τὸ γέννημα (καθαρίζω τὸ κριθάρι ἀπὸ τὰ ἄχυρα) Σίφν. Καὶ σκέτο gριθάρι νά ’ναι ’έννημα θὰ τὸ πῇς. Ἀπύρανθ. Ἔπιˬασε τὸ τρικούλι καὶ ματαρρίπιζε τὸ γέννημα (τρικούλι=δικριάνι, ματαρρίπιζε= ἐσκόρπιζε πάλιν) ᾿Οθων. Εἴχανε μαζευτῆ μέσ’ ’ς τὸ χωράφι ’να βουρκολε͜ιὸ βόιδα καὶ τ’ ἁλωνίσανε τό γέννημα οὕλο Βερεστ. Ἄφ’κε τ’ ἄλογό του λυτὸ καὶ μπῆκε μέσα ’ς τὸ γέννημα καὶ τό ’καμε συφορά Κορών. Ὅταν δὲν ἔχωμε δεματικὸ τοῦ ἴδιˬου γεννημάτου, βάζομε βροῦλλα Φολέγ. Τώρα τὸ ’κάναμε τοῦ γεννηματιˬοῦ τ’ ἀμπέλι (τώρα δὲν καλλιεργοῦμεν τὴν ἄμπελον εἰς τὸ κτῆμα αὐτό, ἀλλὰ τὴν κριθὴν) Κίμωλ. || Φρ. Νά ’χουμε ’γε͜ιὰ καὶ γέννημα κιˬ ἀνθρώπους νὰ dὸ τρῶνε (εἶναι λίαν ἀπομεμακρυσμένος ὁ καιρὸς διὰ τὴν ἀπόκτησιν πράγματός τινος) Κεφαλλ. Διˬάη τὸ γέννημα κ’ ἔμεινε τὸ στάρι (ἀπέθανεν ὁ κακὸς καὶ ἔμεινεν ὁ καλὸς) Γέρμ. || Γνωμ. Γέννημα γέρο θέριζε καὶ στάρι παλληκάρι (ἡ κριθὴ πρέπει νὰ θερίζεται ὅταν εἶναι πολὺ ὥριμος, ἐνῷ ὁ σῖτος ὅταν ἀκμαίως ἔχῃ μεστώσει) Λεξ. Πρω. Δημητρ. || Παροιμ. Ὅλη μέρα ἀλέθαμε καὶ τό βράδυ γέννημα (ἐπὶ ἐργασίας ἄνευ κέρδους, ἄνευ ἀποδόσεως) Ἰθάκ. Ὅθε κιˬ ἂ bάῃ τὸ γέννημα, οἱ μύλοι θὰ τ’ ἀλέσουν (ἐπὶ τοῦ μὴ δυναμένου νὰ ἀποφύγῃ ἀπὸ τὸν τελικὸν προορισμόν του) αὐτόθ. || ᾎσμ. Σηκώθ’ ὁ Δημαρόgονας | κ’ ἐιδιάηκε ’ς τὸ Gαρβουνᾶ γιˬὰ νὰ θερίζῃ γέννημα Κίτ. 5)Μῖγμα σίτου καὶ κριθῆς, ὁ σμιγὸς Ἰων. (Ἀλάτσατ.) Κίμωλ. Νάξ. (Ἄνω Ποταμ. Ἀπύρανθ. Δαμαρ. Δανακ. Κινίδαρ. Κωμιακ. Σαγκρ. Φιλότ.) Πελοπν. (Βερεστ. Γέρμ. Κόρινθ. Λεῦκτρ. Πλάτσ. Οἴτυλ.): Μοῦ ’φαε τὸ ’έννημα τὸ ’ουρούνι Δαμαρ. Μὲ δύο ἀδερφοὶ εἶναι τὸ ’έννημα τώρα Κινίδαρ. ’Σ τὸ δρόμο δὲ bρέπει νὰ τ’ ἀπαdήξῃ κἀένας ιˬὰ νὰ μὴν εἶναι κακὸ τὸ συνεπάdημά dου καὶ δὲ gάμῃ, ’εννήματα. Δανακ. Γιˬὰ τὴν ψεῖρα τὸ φυλάτσουνε τὸ γέννημα Κίμωλ. Ἐδιˬάη ’κείνη ἡ παλιˬομπουζιˬάκα σιˬαπέρα τὰ γεννήματα καὶ τά ’καμε οὕλα νά! (παλιομπουζιˬάκα=ἀγελὰς ἑνὸς ἔτους) Βερεστ. Τὸ γέννημα εἶναι δασύ, ἔσπειρα τρία κουβέλιˬα (κουβέλι=ποσότης δώδεκα ὀκάδων) Λεῦκτρ. 6)Ὁ ἀραβόσιτος Ἤπ. (Δωδών. Ἑλληνικ. Ἰωάνν. Κούρεντ. Κωστάν. Μελιγγ. Ξηροβούν. Περίστ. Πρέβ. Χιμάρ.) Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ. Αὐχιόν. Καρουσ. Περουλ. Ράχτ)Πελοπν. (Κλειτορ. Κορινθ.): Λιˬάζου τὸ γέ’μα ’ς τοὺν ἥλιˬου Ἑλληνικ. Πῶς πᾶνε τὰ γεννήματα ’ς τὸ παζάρι; (ποίαν τιμὴν ἔχει ὁ ἀραβόσιτος εἰς τὴν ἀγοράν;) Χιμάρ. Χάλασαν τὰ γιννήματα φέτους, κάηκαν ἀπὸ τοὺ λίβα Μελιγγ. Ἅμα ἀλέσω τὸ γέννημα, θὰ σοῦ δώσω λίγο νὰ κάμῃς bαρbαρέλα (bαρbαρέλα=ἄρτος ἐξ ἀλεύρου ἀραβοσίτου) Ἀργυρᾶδ. || Παροιμ. Τὸ γέννημα ἀπὸ τὸ μύλο θὰ περάσῃ (ἐπὶ τοῦ μὴ δυναμένου νὰ ἀποφύγῃ τὸν τελικὸν προορισμὸν του) Πρέβ. Συνών. καλαμπόκι, κούκλα, μπάρμπαρο, ξενικόσταρο. 7)Τὸ φυτὸν βρίζα ἢ σίκαλις (secale cereale), τῆς οἰκογ. τῶν ἀγρωστιδῶν (gramineae), τῆς τάξ. τῶν λεπυρανθῶν (glumiferae) Θάσ. (Θεολόγ.) Πελοπν. (Κορινθ.)-Λεξ. Βάιγ. Φέτους τοὺ γέ’μα χάλασι Θεολόγ. 8)Τὸ φυτὸν βρόμη (avena), τῆς οἰκογ. τῶν ἀγρωστιδῶν (gramineae), τῆς τάξ. τῶν λεπυρανθῶν (glumiferae) Πέλοπν. (Κορινθ. Λεῦκτρ.) 9)Ὁ ἀσφόδελος ὑπὸ τὴν φρ. πρῶτο γέν-νημα Ρόδ.: Πρῶτο γέν-νημα γιˬατὶ νεμ-μᾷ πρῶτα πρῶτα (νεμμᾷ=φυτρώνει). 10)Κατὰ πληθ. ἀριθμ. συνήθως τὰ σιτηρά, ἀλλὰ καὶ γενικώτερον οἱ δημητριακοὶ καρποὶ σύνηθ. καὶ Καππ. (Ἀραβ. Σινασσ.) Πόντ. (Νικόπ. Οἰν.): Φέτου εἴχαμι κακὴ χρουνιˬά, δὲν κάμαμι γεννήματα Στερελλ. (Παλαιοχ.) Ἐστρέχανε τὰ γεννήματα (τὰ σιτηρὰ εἶναι ἕτοιμα πρὸς θερισμὸν) Καστ. Ψωμώσανε τὰ γεννήματα Πελοπν. (Κορών.) Ἐκάνανε πολλὰ γεννήματα Πελοπν. (Οἴτυλ.) Ἤκαμα καλὰ γεννήματα Σίφν. Ὅταν εἶχις πουλὺ στάρ’, πουλὺ κ’θάρ’, πουλλὴ βρόμ’, ἤλιγις πουλὺ γέ’μα Μακεδ. (Κίτρ.) Φέτους τὰ γιννήματα πᾶι καλὰ Εὔβ. (Ἁγία Ἄνν.). Εἶι καλιˬασμένα τὰ γιννήματα φέτου (εἶναι καρπερά, καλῆς ποιότητος τὰ σιτηρὰ φέτος) Στερελλ. (Ἀράχ.) Τοὺ πρῶτον κὶ τοὺ καλύτιρου ἀπ’ οὕλα τὰ γιννήματα καθὼς κὶ τοὺ πρῶτου κό’νου ἀβγὸ πρέπ’ νὰ πααί’ ’ς τοὺ εἰκό’σμα γιˬὰ ν’ ἀβγατίσ’ ἡ σουδε͜ιὰ Θεσσ. (Τσαγκαρ.) Εἶναι ὄβρωστα τὰ γεννήματα Πελοπν. (Ξηροκ.) Γεννήματα ἔχουμ’ τὴ σίκα’, τὸ κριθάρ’, τὴ βρόμ’, τὸ bουρτσά’ (=ρόβη) Θρᾴκ. (Σκοπ.) Φέτους ἔχ’ν’ ἀκιριˬὰ τὰ γιννήματα (δὲν ἔτυχον εὐνοϊκοῦ καιροῦ) Ἤπ. (Χουλιαρ.) Ἅμα ἔναι χαλαζῆς ὁ καιρὸς ’ς τὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, θὰ κάνουμε καὶ γεννήματα (χαλαζῆς καιρός· ὅταν πέσῃ χάλαζα) Πελοπν. (Παιδεμ.) Δὲν εἴχαμαν κὶ τόσα πουλλὰ γιννήματα φέτους Ἤπ. (Κουκούλ.) Ἐφέτι ’ὲν εἴχαμεγ γεν-νήματα Κάλυμν. Κῶς Ρόδ. Σύμ. Ὅλα μαζὶ σιτάρι, κριθάρι, μιγάδι λέουdο ’εννήματα Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Ἐθεμέλιˬωσαν-ἐδάγκωσαν καλὰ τὰ γεννήματα (ἀνεπτύχθησαν καλῶς τὰ σιτηρὰ) Νάξ. (Σαγκρ.) Γεννήματα δησαυρὸ (ἀφθονία σιτηρῶν) Πελοπν. (Πλάτσ.) || Φρ. Τὸ Γενάρη οὔτε λαγὸς-οὔτε σερνικὴ γάττα νὰ μὴ gατουρήσῃ ’ς τὰ γεννήματα (καὶ ἡ ἐλαχίστη κατὰ Ἰανουάριον βροχὴ ἐπιδρᾷ δυσμενῶς εἰς τὰ σιτηρὰ) Πελοπν. (Κίτ. Πλάτσ.) || ᾌσμ. Γινῆκαν τὰ γεννήματα | καὶ βάλαμε τὸ θέρο, Παναγιώτα, θὰ σὲ φέρω, Πελοπν. (Βούρβουρ.) Βρέξε, θεέ μου, δυνατά, | νὰ κάμωμε ’εννήματα Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Ἡ σημ. καὶ Ἑλληνιστ. Πβ. Πολύβ. Α, 71, 1 «τῶν ἐκ τῆς χώρας γεννημάτων». Π.Δ. (Δευτερον. 26, 10) «ἐνήνοχα τὴν ἀπαρχὴν τῶν γεννημάτων τῆς γῆς» καὶ Φρύνιχ. 286 «γεννήματα· πολλαχοῦ ἀκούω τὴν λέξιν τιθεμένην ἐπὶ τῶν καρπῶν· ἐγὼ οὐκ οἶδα ἀρχαίαν καὶ δόκιμον οὖσαν· χρὴ οὖν ἀντὶ γεννήματα καρπούς λέξειν ξηροὺς καὶ ὑγρούς».
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA