γεννηματᾶς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γεννηματᾶς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γεννηματᾶς ὁ, Μακεδ. (Θεσσαλον.) Πελοπν. (Βούρβουρ. Γαργαλ. Τριφυλ.) ’εννηματᾶς Νάξ. (Ἀπύρανθ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. γέννημα καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ᾶς.

Σημασιολογία

1) Ὁ ἔχων ἢ συγκομίζων πολλὰ γεννήματα, σιτηρὰ ἐκ τῶν ἀγρῶν του Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πελοπν. (Γαργαλ. Τριφυλ.): Αὐτὸς ἔναι ὁ τρανύτερος γεννηματᾶς τοῦ χωριˬοῦ Γαργαλ. Αὐτὸς εἶναι ’εννηματᾶς, μάτι μή dόνε πιˬάσῃ Ἀπύρανθ. 2)Ὁ σιτέμπορος Μακεδ. (Θεσσαλ.) 3)Ἐπὶ ζῴου, τὸ τρῶγον τὰ σιτηρὰ Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Καὶ τὰ ζωdόβοα ποὺ γλυκαίνουdαι ’ς τὰ ’εννήματα ἅμα dὰ πιˬάσῃ ὁ νοικοκύρης μέσ’ ’ς τὸ σπαρμένο, θὰ πῇ: Ἄ! ἐσὺ ἤσουν ὁ ’εννηματᾶς μου, ἔρχεσαι καὶ τρῶς τὸ σπαρμένο μου! 4)Ὁ εὐνοῶν τὴν παραγωγὴν τῶν σιτηρῶν ἄνεμος Πελοπν. (Βούρβουρ.) Γνωμ. Ὁ βοριˬὰς γεννηματᾶς κιˬ ὁ πουνέντες γαλατᾶς (ὁ βόρειος ἄνεμος εὐνοεῖ τὰ σιτηρά, ὁ δὲ δυτικὸς τὰ γαλακτοφόρα ζῷα). Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπών. Ἀθῆν. Πάρ. Πελοπν. (Μάν.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/