ἀναμουρδώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναμουρδώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀναμουρδώνω Δ.Κρήτ. ἀναbουρδώνω Πελοπν. (Λακων.) ἀνεμουρδώνω Α.Κρήτ. ’ναμουρδών-νω Σύμ.’λαμουρδώνω Ροδ. ᾽λεμουρδώνω Ροδ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ρ. μουρδώνω. Ἡ λ. καὶ παρὰ Βλαχ Τὸ ἀναbουρδώνω ἐκ τοῦ ἀμαρτ ἀναμπουρδώνω. Τὸ ἀνεμουρδώνω καὶ ἐν ᾿Ερωτοκρ Γ 1113 (ἐκδ. ΣΞανθουδίδ.) «λίγ’ ἂν ἀνεμουρδώθηκε τὸ ροῦχο, πάστρεψέ το».
Σημασιολογία
1) Θολώνομαι Πελοπν. (Λάκων) Σύμ.: Τὸ λᾴδι ἀναbούρδωσε Λάκων. Λᾴδι ἀναbουρδωμένο αὐτόθ. ’Ναμουρδωμένον νερὸν Σύμ. β) ᾿Αναμειγνύω, συμφύρω Σύμ.: Φρ. 'Ναμουρδών-νει τοὶς δουλε͜ιές του (δὲν ἐκτελεῖ ἑκάστην χωριστά, ἀλλὰ συμφύρων ἀυτὰς δὲν φέρει εἰς πέρας). 2) Μολύνω, ρυπαίνω Κρήτ. Ροδ. Ἀνεμούρδωσα τὰ χέριˬα μου Κρήτ. Τὸ μωρὸ ἀναμουρδώθηκε αὐτόθ. Ροῦχα ἀναμουρδωμένα αὐτόθ. Συνών λερώνω, πασαλείφω. β) Τιμωρῶ (ἐκ τῆς παλαιοτέρας συνηθείας νὰ ρυπαίνουν πρὸς διαπόμπευσιν τὸ πρόσωπον τοῦ τιμωρουμένου) Κρήτ. : Ἡσύχασε, γιˬατὶ θὰ σὲ ἀναμουρδώσω ! 3) Καταλύω τὴν νηστείαν τρώγων κρέας Ροδ Πβ. μαγαρίζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA