βουρβουρύζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βουρβουρύζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βουρβουρύζω Α.Ρουμελ. (Σωζόπ. Φιλιππούπ.) Θρᾴκ. Κρήτ. Πόντ. (Κερασ.) κ. ἀ. βουρβουρύζου Θεσσ. (Ζαγορ.)
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Τὸ μεσν βουρβουρύζω, ὃ ἐκ τοῦ παλαιοῦ παρ’ Ἡσυχίῳ βορβορύζω.
Σημασιολογία
1) Παράγω βορβορυγμοὺς Α.Ρουμελ. (Σωζόπ. Φιλιππούπ.) Θρᾴκ. κ.ἀ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. βουρβουλακιˬάζω 1. β) Θορυβῶ Θεσσ. (Ζαγορ.) Κρήτ. κ. ἀ. : Εἶdά 'χει κιˬ ὅλο βουρβουρύζει; Κρήτ. Συνών. βαρβαταρίζω. γ) Φωνάζω Κρήτ. : Βουρβουρύζεις, δὲ βουρβουρύζεις, δὲ σοῦ δίδω πρᾶμα. 2) Ἀφθονῶ Θεσσ. (Ζαγορ.) Πόντ.(Κερασ.) Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Πρόδρομ. 4,11 g (ἔκδ. Hesseling - Pernot) «ὁ κόρφος του βουρβούρυζεν ψεῖρας ἀμυγδαλάτας» Συνών. ἰδ. ἐν λ. βουρβουλακιˬάζω 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA