βουρβουταρίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βουρβουταρίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

βουρβουταρίζω Πόντ. (Κερασ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. βουρβούτι καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -αρίζω, περὶ ἧς ἰδ. ἌνθΠαπαδόπ. ἐν Ἀρχ. Πόντ. 12 (1946) 60.

Σημασιολογία

Βουρβουλακιάζω 2 ὃ ἰδ. : Τὰ φτεῖρας βουρβουταρίζουν ᾿ς σὸ κιφάλι μ᾿. Κατ’ ἐπέκτασιν καὶ ἐπὶ τόπου : Τὸ κιφάλι μ᾽ ἀσ’ σὰ φτεῖρας βουρβουταρίζει.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/