ἀναμουρίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναμουρίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀναμουρίζω ἀμαρτ ἀνεμουρίζω Α.Κρήτ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ρ. μουρίζω.
Σημασιολογία
Σκάπτω τὴν γῆν διὰ τοῦ ρύγχους, συνήθως ἐπὶ χοίρου: Καζίκωσε τὀ χοῖρο σου ᾿κὲ πέρα ν᾿ ἀνεμουρίζῃ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA