ἀφύτρωτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀφύτρωτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀφύτρωτος ἐπίθ. κοιν. καὶ Πόντ. (Τραπ.) ἀφύτρουτους πολλαχ. βορ. ἰδιωμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *φυτρωτὸς<φυτρώνω.
Σημασιολογία
1) Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος σπαρεὶς δὲν ἐφύτρωσεν ἀκόμη ἔνθ’ ἀν.: Ἀφύτρωτα κουκκιˬά. ᾽Αφύτρωτες πατάτες κοιν. ᾽Αφύτρωτον χορτάρ’ Τραπ. || Παροιμ. Ἄσπειρτα κιˬ ἀφύτρωτα | κι ἀπρασινολόγητα (ἐπὶ πράγματος ἀπιθάνου) Θρᾴκ. (Αὐδήμ.) Συνών. *ἀνάμυστος. 2) Ὁ μὴ ἀναφυεὶς σύνηθ.: Μουστάκι ἀφύτρωτο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA