ἀφφιδεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀφφιδεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀφφιδεύω Πελοπν. (Λάστ.) Μέσ. ἀφφιδεύομαι Ζάκ. Ἤπ. (Χιμάρ.) ’Ιθάκ. Κέρκ. Κεφαλλ. Πελοπν. (Λάστ.) ἀφφιδεύγομαι Εὔβ. (Κύμ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ’Ιταλ. affidare.
Σημασιολογία
1) ’Εμπιστεύομαι ἔνθ’ ἀν.: ᾿Αφφιδεύτηκα ᾿ς τὰ λόγιˬα του Κύμ. Δὲν τὸν ἀφφιδεύομαι σὲ τίποτες, εἶναι ψεύτης Κέρκ. Ἀφφιδεύτηκα ᾿ς αὐτὸν καὶ μ᾿ ἀπάτησε Χιμάρ. 2) Δίδω πίστωσιν ἐμπορικὴν Ἤπ. (Χιμάρ.): Σὲ ἀφφιδεύομαι ὅσον πρᾶγμα θέλεις.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA