γεννηματοπίτουρο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γεννηματοπίτουρο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γεννηματοπίτουρο τό, Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) ’εννηματοπίτερο Νάξ. (Ἀπύρανθ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῶν οὐσ. γέννημα καὶ πίτουρο.

Σημασιολογία

1)Πίτυρον προερχόμενον ἐκ κοσκινίσματος ἀλεύρου κριθῆς Πελοπν. (Κίτ. Μάν.): Οἱ κόττες δὲ dὰ τρῶσι τὰ γεννηματοπίτουρα. 2)Πίτυρον ἐξ ἀλεύρου σίτου καὶ κριθῆς, σμιγοῦ Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Τὰ ξενικὰ bίτερα δὲ dὰ τρώει ὁ χοῖρος μας, θέλει ’εννηματοπίτερα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/