ἀργυροκαρφωμένος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀργυροκαρφωμένος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀργυροκαρφωμένος, ἐπίθ. Βιθυν. Ἤπ. Ροδ. κ.ἀ. ἀργυρουκαρφουμένους Θεσσ. Θρᾴκ. (Αἶν.) Στερελλ. (Αἰτωλ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἄργυρος καὶ τοῦ καρφωμένος μετοχ. τοῦ ρ. καρφώνω.

Σημασιολογία

Ὁ καρφωμένος δι᾽ ἀργυρῶν ἥλων ἔνθ’ ἀν.: ᾎσμ. Παραθυράκιˬα μ᾽ ἀργυρᾶ κιˬ ἀργυροκαρφωμένα, γιˬὰ ἀνοίξετε γιˬὰ τρίξετε γιˬὰ ξεμανταλωθῆτε Βιθυν. κ.ἀ. Τριˬὰ παραθύριˬα στέκουνται ἀργυροκαρφωμένα, τό ᾽ναν εἶναι-ν-τῆς μάννας μου, τ' ἄλλο τῆς ἀδερφῆς μου, τὸ τρίτο τὸ μικρότερον εἶναι τῆς ἀπατῆς μου Ρόδ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/