γεννηματοχρονιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γεννηματοχρονιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γεννηματοχρονιˬὰ ἡ, ἀμάρτ. ’εννηματοχρονιˬὰ Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν οὐσ. γέννημα καὶ χρονιˬά.
Σημασιολογία
Ἔτος εὐφορίας τοῦ σίτου, τῆς κριθῆς ἢ τοῦ σμιγοῦ: Ἅμαν ἔβγουν οἱ κουφαρτῆκοι κ’ ἔχουνε καρπό, λέσιν οἱ παλαιοὶ ’εννηματοχρονιˬὰ θά ’χωμεν ἐφέτι (κουφαρτῆκοι=οἱ ἀσφόδελοι).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA