ἀφωρισμένα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀφωρισμένα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀφωρισμένα ἐπίρρ. Πελοπν. (Μάν.) Πόντ. (Κερασ. Χαλδ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἀφωρισμένος μετοχ. τοῦ ρ. ἀφορίζω.

Σημασιολογία

1) ᾿Εν ἀφορισμῷ Πελοπν (Μάν.): Τὸν ἔχουν ἀφωρισμένα. 2) Πονηρῶς, φαύλως ἔνθ’ ἀν.: ᾽Αφωρισμένα καλατεύ’ (ὁμιλεῖ). 3) Τάχιστα ἔνθ’ ἀν.: ᾿Αφωρισμένα τρέ’ (τρέχει). Πβ. ἀφώτιστα (ΙΙ).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/