βουρδάκλα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βουρδάκλα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βουρδάκλα ἡ, Κεφαλλ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. βουρδουλεˬὰ καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -άκλα καθ᾿ ἁπλοποίησιν ἀντὶ βουρδουλάκλα.
Σημασιολογία
1) Οἴδημα τοῦ σώματος γεννώμενον ὑπὸ πλήγματος διὰ λεπτῆς ράβδου, βέργας : Σοῦ δίνω βεργιˬὰ καὶ σοῦ σηκώνω βουρδάκλα. Συνών. βουρδούλα 1. 2) Ἐξάνθημα τοῦ σώματος συνήθως μέγα: Ἅψιˬωσε τὸ αἶμα μου κ’ ἐγιˬόμωσε τὸ κορμί μου ὅλο βουρδάκλες. 3) Ἐρεθισμὸς τοῦ δέρματος προξενούμενος ὑπὸ κνίδης.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA