βουρδούλα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βουρδούλα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βουρδούλα ἡ, Ἤπ. Εὔβ. Σάμ. -Λεξ. Αἰν. βιρδούλα Σάμ. : βούρδελη Ἰκαρ. γούρδελη Ἰκαρ. βουρδούνα Εὔβ. (Μετοχ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. βούρδουλας. Τὸ βιρδούλα ἐκ τοῦ ἀμαρτ. βερδούλα.
Σημασιολογία
1) Οἰδημα προξενούμενον ὑπὸ πλήγματος μάστιγος Εὔβ. (Μετόχ. κ. ἀ.) - Λεξ. Αἰν. Συνών. βουρδάκλα 1. β) Συνεκδ. πᾶν οἴδημα γεννώμενον ἐξ οἱασδήποτε αἰτίας, οἷον δήγματος ἐντόμων, ἐπαφῆς φυτῶν κττ. Εὔβ. (Μετόχ. κ.ἀ.) Σάμ. -Λεξ. Αἰν. : Μὶ τσίb’σι ἕνας κουρεˬὸς κὶ μοῦ ᾽καμι βουρδούλα Σάμ. Μ’ κάναν βιρδοῦλις τὰ κ’νούπιˬα αὐτόθ. Κἀνιˬὰ κάμπιˬα τὸν περπάτ’σε καὶ πέταξε βουρδοῦνες τὸ κορμί τ᾿ Μετόχ. 2) Ὕδρωψ τῆς κεφαλῆς Ἤπ. 3) Πληγὴ Ἰκαρ. : Ἔβγαλε βούρδελη 'ς τὸ στόμα. 4) Σκώληξ ἐμφωλεύων εἰς ξύλον Ἰκαρ. : Νὰ τὸν φάῃ ἡ γούρδελη! (ἀρά).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA