ἀργυροκεντῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀργυροκεντῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀργυροκεντῶ Ἤπ. ἀργυρουκιντῶ Μακεδ. Μετοχ. ἀργυροκεντημένος Θρᾴκ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἄργυρος καὶ τοῦ ρ. κεντῶ.

Σημασιολογία

1) Κεντῶ, ποικίλλω διὰ νήματος ἀργυροῦ Ἤπ. Θρᾴκ.: ᾎσμ. Χάσα τὸ μαντηλάκι μου τ᾿ ἀργυροκεντημένο, ποῦ τὸ ἀργυροκένταγαν οἱ ἀγαπητικε͜ιές μου Ἤπ. Ἡ θάλασσα φαρδε͜ιὰ πλατε͜ιὰ ἀργυροκεντημένη, ἔτσ’ εἶναι κ᾿ ἡ ἀγάπη μου μικρὴ καὶ χαιˬδεμένη Θρᾴκ. 2) Κεντῶ μετὰ θαυμαστῆς τέχνης: Ἀργυρουκιντοῦν τὰ χέριˬα τ᾿ς Μακεδ. Διὰ τὴν σημ. πβ. χρυσοχέρης.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/