γεννησιˬάρης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γεννησιˬάρης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γεννησιˬάρης ἐπίθ. ἀμάρτ. Οὐδ. γεννησιˬάρικο Πέλοπν. (Ἀνδροῦσ. Γορτυν. Μεσσ. Ξηροκ. Οἰν.)-Ἀδάμ, Ἀπὸ τὸ χωρ., 17 γεννηάρικο Πελοπν. (Καλάβρυτ.) γι’άρ’κου Ἤπ. (Δωδών. Ζαγόρ.) Θεσσ. (Πήλ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) γεννηχιˬάρικο Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) γεννησάρικο Ἀθῆν. ’εννησάρικο Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. γέννηση καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ιˬάρης.
Σημασιολογία
Ὁ ἀρτιγέννητος, ἔνθ’ ἀν.: Ἄλογο γεννησιˬάρικο Μεσσ. Εἶναι μικρὸ γαττάκι, γεννησιˬάρικο, κἄποια γάττα θὰ γέννησε ἐδῶ κοντὰ Ἀδάμ, ἔνθ’ ἀν. Παιδί-ἀρνάκι γεννησάρικο Ἀθῆν. Τὸ ’εννησάρικο τὸ λένε καὶ ’ιὰ τὰ παιδιˬὰ καὶ ’ιˬὰ τὰ ζωdόβοα Ἀπύρανθ. Παραμικροκαμωμένα ’ναι τὰ ριφάκιˬα σας, ’εννησάρικα ’ναι δυˬό-τριˬῶ μερῶ αὐτόθ. Πέθαν’ ἡ μάννα του καὶ τ’ ἄφηκε γεννησάρικο Καλάβρυτ. Κάνεις σὰ γεννηχιˬάρικο παιδὶ Κίτ. Μάν. Τὰ κατσίκιˬα εἶνιˬαι γεννηχιˬάρικα αὐτόθ. ’Σ τοὺν πόλιμου ἤσουνα γι’άρικου Ζαγόρ. ’Σ τοὺ δρόμου ποὺ πάιι ηὗρε δυˬὸ κ’ταβάκιˬα γι᾽άρ’κα Αἰτωλ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA