γεννησιˬαρούδι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γεννησιˬαρούδι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γεννησιˬαρούδι τό, Πέλοπν. (Ἀρκαδ. Γορτυν.) γεννηαρούδι Πελοπν. (Βερεστ. Πυλ.) γεννησαρούδι τό, Κεφαλλ. Πελοπν. (Ἀνδρίτσ. Ἀχαΐα Γαργαλ. Ἦλ. Καλάβρυτ. Κεφαλλ. Κλειτορ. Κοπανάκ. Μανιάκ. Σουδεν. Φιγαλ.) γι’σαρούδ’ Στερελλ. (Αἰτωλ.) γεννητσαρούδι Κεφαλλ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἀμαρτ. ἐπιθ. γεννησιˬάρης καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ούδι.

Σημασιολογία

1)Τὸ ἀρτιγέννητον ἔνθ’ ἀν.: Τὸ χρυσὸ τό ’δωκε ’ς ἕνα τεχνίτη καὶ τό ’φκε͜ιασε γεννησιˬαρούδι σερνικὸ παιδὶ (ἐκ παραμυθ.) Γορτυν. Ἔπιˬασε καὶ φασκιˬόδεσε κοτζιˬάμου παιδί, σὰ γεννηαρούδι Βερεστ. Τί νὰ σφάω ἀπὸ δαῦτο; Κατσίκι ἔναι φτοῦνο τὸ γεννηαρούδι; Πυλ. Τὸ μωρὸ δὲ φαίνεται ἂν ἔναι ὄμορφο ἢ ἄσκημο, ἔναι, γλέπεις, γεννησαρούδι καὶ ἀλλάζει μέρα μὲ τὴν ἡμέρα Γαργαλ. Ἔπιˬασα ’ς τὸ λόγγο δυˬὸ λαγόπ’λα μικρά, γεννησαρούδιˬα αὐτόθ. Τὸ γεννησαρούδι, κιˬ ὅσο νὰ τὸ βαφτίσουμε, τὸ λέμε δράκο Μανιάκ. Τοὺ γε’σαρούδ’ τὶς πρῶτις μέρις τοὺ πιρ’ποιεῖτι ἡ μαμμὴ Αἰτωλ. Ἤσαντε οἱ Μοῖρες ποὺ ἤρθανε νὰ μοιρώσουνε τὸ γεννησαρούδι Ἀνδρίτσ. Ἡ γάττα ἔχει γεννητσαρούδιˬα καὶ γιˬ’ αὐτὸ χάθηκε Κεφαλλ. Ὁ ἀετὸς ἁρπάζει καὶ τρώει κατσίκιˬα γεννησαρούδιˬα Κλειτορ. Συνών. βυζαλιχτέριν, βυζαστάρι 1, βυζασταρούδι, γεννησαρούδικο, γεννησίδι, γεννησταρούδι, γεννηταρούδι, γεννητούδι. 2) Ὁ νεοσσὸς Πέλοπν. (Ἀχαΐα Ἦλ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/