ἀργυροκόλλητος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀργυροκόλλητος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀργυροκόλλητος ἐπίθ. λόγ. πολλαχ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἄργυρος καὶ τοῦ ρ. κολλῶ.

Σημασιολογία

1) Ὁ κολλημένος ἢ συνηρμοσμένος δι᾿ ἀργύρου: ᾽Αργυροκόλλητο δαχτυλίδι. 2) Ὁ ἐφ᾽ οὗ εἶναι κολλημένα ἀργυρᾶ κοσμήματα: ᾽Αργυροκόλλητη εἰκόνα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/