ἀφὼς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀφὼς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Σύνδεσμος

Τυπολογία

ἀφὼς σύνδ. Καππ. (᾿Αραβάν.) Κίμωλ. κ.ἀ. ἀφοὺς Κίμωλ. Πόντ. (᾿Αμισ.) Χίος ’φὼς Καππ. (᾽Ανακ. κ.ἀ.) ’φοὺς Καππ. (Σινασσ. Φερτ.) ἀπὼς Ἄνδρ. ’Ιων. (Κρήν. Σμύρν.) Χίος κ.ἀ. ἀπ-πὼς Σύμ. ἀποὺς Λυκ. (Λιβύσσ.) ἀμπὼς ᾿Ιων. (Κρήν.) Χίος ᾽πὼς Ἄνδρ. Καππ. (Σινασσ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῶν συνδ. ἀφοῦ καὶ ὡς. Διὰ τοὺς μετὰ τοῦ π τύπ. πβ. ἀφόταν.

Σημασιολογία

1) Ὅταν Ἄνδρ. Καππ. (’Ανακ. ᾿Αραβάν. κ.ἀ.) Κίμωλ. Πόντ. (᾽Αμισ.) Χίος κ.ἀ.: ’Απὼς βρέχει, φεύγει Ανδρ. ’Φοὺς πῆγε-χάθην κττ. Φερτ. ’Αφοὺς ἐπῆγαν κ᾽ ἐνεγκάσταν, ἐκάτσαν ν᾽ ἀναπάουνταν (ἐκ παραμυθ.) ᾿Αμισ. 2) ᾿Αφοῦ Καππ. (Σινασσ.) κ.ἀ. Τί νὰ π᾿κῶ, ’φοὺς δὲν ἔν᾽ κοντά; (π᾿κῶ ἐκ τοῦ ποίκω = κάμω) Σινασσ. 3) ᾽Αφοῦ χρόνου, ἀφότου Ἰων. (Κρήν. Σμύρν.) Κίμωλ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Σύμ. Χίος κ.ἄ.: ᾿Αφώς ἦρχα σὲ ἡλικία, ᾽ὲν εἶδα ποτέ μου πρᾶμα Κίμωλ. ᾿Αφοὺς βγῆκε ὁ μεγάλος ἁγιˬασμός, ’ς τὰ βουνὰ δὲν ὑπάρχει τίοτα αὐτόθ. Ἀμπώς γεννήθηκα, ὅλο μὲ κατατρέχει Κρήν. || ᾎσμ. ᾽Αμπὼς δὲν ὠμιλήσαμεν, ἀργυρομαστραπᾶ μου, οὐδὲ τὰ ροῦχα μ᾽ ἤλλαξα οὐδὲ τὴ φορεσιˬά μου Χίος. Πβ. ἀφόταν, *αφωσκιˬάν, *ἀφῶσταν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/