ἀφωσκιˬὰν

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀφωσκιˬὰν

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Σύνδεσμος

Τυπολογία

ἀφωσκιˬὰν σύνδ. ἀπωκιˬὰν Ρόδ. ἀπουκιˬὰν Ρόδ. ’πῶσκιˬαν Καππ. πουκιˬάν Ρόδ. ’πακιˬὰν Ρόδ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ συνδ. ἀφὼς καὶ τῆς φρ. καὶ ἄν.

Σημασιολογία

1) ’Αφότου Ρόδ. : Ἀπουκιˬὰν ἦρτεν, ᾿ὲν ἔπαψεν νὰ μιλᾷ. || Παροιμ. Ἡ νύφ-φη ’πακιˬὰν γεννηθῇ τῆς πεθ-θερᾶς ἐμο͜ιάζει (ὅτι τῶν συμπεθέρων τὰ προτερήματα ἤ ἐλαττώματα εἶναι κοινά). 2) Ὅταν Καππ. Πβ. ἀφώς.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/