ἄφωτα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄφωτα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἄφωτα ἐπίρρ. Πελοπν. (Μάν.) Πόντ. (Κερασ.) - Λεξ. Πρω. Δημητρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἄφωτος.
Σημασιολογία
1) Χωρὶς φῶς Πόντ. (Κερασ.) 2) Πρὶν ἐξημερώσῃ Πελοπν. (Μάν.) - Λεξ. Πρω. Δημητρ.: Ἄφωτα ξεκινήσαμε Λεξ. Δημητρ. Συνών, ἀφώτιστα (Ι) 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA