ἀφωτίκιˬαστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀφωτίκιˬαστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀφωτίκιˬαστος ἐπίθ. (Λακων. Μάν.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *φωτικιˬαστὸς<*φωτικιˬάζω<φωτίκι.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ λαβὼν ἀπὸ τὸν ἀνάδοχον φωτίκιˬα, ἐπὶ παιδίου.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA