ἀργυροκουμπωμένος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀργυροκουμπωμένος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀργυροκουμπωμένος ἐπίθ. Πελοπ. (Λεντεκ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἄργυρος καὶ τοῦ κουμπωμένος μετοχ. τοῦ ρ. κουμπώνω.
Σημασιολογία
Ἀργυροκουμπιˬαστός, ὃ ἰδ.: Αἴνιγμ. Τέντα τέντα τεντωμένη | καὶ ἀργυροκουμπωμένη (ὁ οὐρανὸς μετὰ τῶν ἀστέρων). Πβ. ἀργυροκαλιγωμένος, ἀργυροκαλιγωτός.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA