γεννησοφάσκιˬα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γεννησοφάσκιˬα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γεννησοφάσκιˬα τά, Νουμ. 161, 8.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν οὐσ. γέννηση καὶ φασκιˬά.
Σημασιολογία
Τὰ πρῶτα σπάργανα καὶ κυρίως αἱ λωρίδες ὑφάσματος διὰ τῶν ὁποίων περιτυλίσσουν τὸ ἀρτιγέννητον, τὸ βρέφος: Ἀπὸ τὰ γεννησοφάσκιˬα του ἤτανε θαλασσινός. Συνών. γεννοφάσκιˬα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA