ἀφώτιστα (ΙΙ)

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀφώτιστα (ΙΙ)

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀφώτιστα ἐπίρρ. (ΙΙ) Πόντ. (Κερασ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀφώτιστος.

Σημασιολογία

1) Πονηρῶς φαύλως: ᾿Αφώτιστα φέρκεται. 2) Δεινῶς, θαυμασίως: ’Αφώτιστα ἐδκεψεν ὁ ποππᾶς (ἐδκεψεν=ἐκήρυξε). 3) Καθ’ ὑπερβολήν, πολύ: 'Αφώτιστα ἐκοιμέθα. 4) Τάχιστα: ’Αφώτιστα τρέεις (τρέχεις). Πβ. ἀφωρισμένα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/