γεννητάρι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γεννητάρι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γεννητάρι τό, Ι.Ζερβός, Μετάφρ. Ἰλ. Β. 389-Λεξ. Δημητρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. γεννητὸς καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -άρι.

Σημασιολογία

Τὸ νεογνὸν ζῴων ἢ ὁ νεοσσὸς τῶν πτηνῶν: Βγάλαμε σήμερα τὴν κατσίκα μὲ τὰ γεννητάριˬα Λεξ. Δημητρ. ‖ Ποίημ. Τοῦ σπουργιτιˬοῦ τὰ γεννητάριˬα ἦσαν ἐκεῖ ’ς ἕνα ψηλότατο κλαδὶ κάτω ἀπ’ τὰ φύλλα Ι.Ζερβός, ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἐν λ. γεννηταρούδι 2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/