γεννητάρικος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γεννητάρικος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γεννητάρικος ἐπίθ. Κρήτ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐδ. τοῦ ἀμαρτ. ἐπιθ. γεννητάρης.

Σημασιολογία

1)Ἐπὶ ζῴου, τὸ πολύτοκον: Γεννητάρικο ὀζῶ. 2)Ἐπὶ ἀγροῦ, ὁ εὔφορος, ὁ γόνιμος: Γεννητάρικος τόπος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/